Αξιοσημείωτες παραμορφώσεις, που άγγιξαν σε μέγεθος ακόμη και τα 6 εκατοστά, υπέστη τα προηγούμενα χρόνια το φράγμα του Μόρνου εξαιτίας τεσσάρων σεισμικών δονήσεων που εκδηλώθηκαν στην περιοχή.
Τα στοιχεία αφορούν τη χρονική περίοδο 2007-2010 και προέρχονται από την ανάλυση δορυφορικών λήψεων που επεξεργάστηκε ομάδα Ελλήνων επιστημόνων με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Τηλεπισκόπησης του Τμήματος Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ισαάκ Παρχαρίδη.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά του εξωτερικού, ανοίγει για πρώτη φορά τον δρόμο για την από το Διάστημα εξέταση των επιπτώσεων που προκαλεί ένας σεισμός στο ανθρωπογενές περιβάλλον και σε κομβικής σημασίας κατασκευές.
«Συνήθως χρησιμοποιούμε εικόνες από δορυφόρους για να δούμε τα αποτελέσματα του σεισμού στη Γη. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι θα είχε πολύ σημαντικότερο όφελος να δούμε πώς επηρεάζονται οι ευαίσθητες υποδομές από τους σεισμούς», εξηγεί μιλώντας στο «Εθνος» ο κ. Παρχαρίδης.
Στο μικροσκόπιo
«Αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε πιο συστηματικά την τεχνική μας σε μια περιοχή που είναι από τις πιο ενεργές σεισμικά στην Ευρώπη, κοντά στον Κορινθιακό κόλπο. Ενα φράγμα είναι, άλλωστε, απαραίτητο να παρακολουθείται ως προς την εσωτερική διάβρωση και τη στατικότητά του, ειδικά ένα φράγμα όπως αυτό του Μόρνου από τον οποίο υδροδοτείται η Αττική».
Οι επιστήμονες έθεσαν στο μικροσκόπιό τους πέντε σεισμικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή τη χρονική περίοδο 1995-2010 ως δυνητικές πηγές παραμόρφωσης: τον σεισμό του Αιγίου που εκδηλώθηκε με μέγεθος 6,2 Ρίχτερ τον Ιούνιο του 1995, το σεισμικό σμήνος που έλαβε χώρα στην Τριχωνίδα με μεγέθη από 5 έως 5,2 Ρίχτερ τον Απρίλιο του 2007, τη δόνηση 6,4 Ρίχτερ που σημειώθηκε στη Μόβρη κοντά στην Ανδραβίδα τον Ιούνιο του 2008, το χτύπημα του Εγκέλαδου στην Αμφίκλεια με 5,1 Ρίχτερ τον Δεκέμβριο του 2008 και τον σεισμό που χτύπησε το Ευπάλιο με 5,1 Ρίχτερ τον Ιανουάριο του 2010.
«Επιλέξαμε τα συγκεκριμένα γεγονότα με δεδομένο ότι είχαμε πληροφορίες για φαινόμενα από το 1992 μέχρι το 2010. Ολα συνέβησαν σε απόσταση 20-60 χιλιομέτρων από το φράγμα, με διαφορετικά μεγέθη και εστιακά βάθη», λέει ο κ. Παρχαρίδης. «Αν αφαιρέσουμε τον σεισμό του Αιγίου, οι υπόλοιποι τέσσερις, παρότι εκδηλώθηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση από τον Μόρνο, είχαν επίδραση στο φράγμα. Επηρέασαν τη συμπεριφορά του και προκάλεσαν παραμόρφωση, η μέγιστη τιμή της οποίας μετρήθηκε από 4 έως 6 εκατοστά, μέγεθος αξιοσημείωτο.
Αυτό ήταν μια πάρα πολύ σημαντική πληροφορία κατ' αρχάς γιατί η ασφάλεια του συγκεκριμένου φράγματος είναι ζωτικής σημασίας και επίσης επειδή με την εργασία αυτή κάναμε ένα άλμα, περάσαμε από την παρατήρηση του φαινομένου στην παρατήρηση αντικειμένων που αφορούν την κοινωνία».
Γιατί, όμως, επηρέασαν το φράγμα τα συγκεκριμένα φαινόμενα και όχι κάποια άλλα; Αυτά είναι τα ερωτήματα που πρέπει τώρα να απαντήσουν οι επιστήμονες, εξηγεί ο κ. Παρχαρίδης.
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν μιλάμε για μόνιμες παραμορφώσεις, οι κατασκευές έχουν συνήθως την ιδιότητα να απορροφούν τις αλλαγές, όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι απαιτείται παρακολούθηση», λέει.
«Στην Ελλάδα έχουμε παντού σεισμούς αλλά και μεγάλα έργα όπως φράγματα. Η μελέτη μας είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για μηχανικούς κατασκευής έργων, σεισμολόγους και γεωλόγους. Εκείνοι θα μπορέσουν να κάνουν συγκρίσεις, να εξαγάγουν συμπεράσματα όπως ποια είδη σεισμών είναι αυτά που επιδρούν σε τέτοιες κατασκευές, αν παίζει ρόλο η απόσταση, το μέγεθος ή άλλοι παράγοντες και εκείνοι θα μπορέσουν να υποδείξουν τι μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται για την κατασκευή ανάλογων υποδομών».
Εξηγώντας την τεχνική που ακολούθησε η ομάδα για την επιστημονική μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού κύκλου του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, ο κ. Παρχαρίδης επισημαίνει ότι η στατικότητα των φραγμάτων επηρεάζεται και από το ύψος του νερού που υπάρχει μέσα τους.
Η στάθμη
«Η διαφοροποίηση της στάθμης στη λίμνη του Μόρνου κυμαίνεται από 20 έως 40 μέτρα τη χρονική περίοδο που εξετάσαμε. Αυτό είχε επίδραση στο φράγμα. Επρεπε, λοιπόν, να το δούμε συνδυαστικά. Αναλύσαμε χρονικά την εξέλιξη της συμπεριφοράς του φράγματος σε σχέση με το νερό και "ρίξαμε" πάνω σε αυτά τα αποτελέσματα την επίδραση των σεισμών. Θέλαμε να δούμε αν αυτό το μοντέλο διακοπτόταν όταν είχαμε σεισμικό γεγονός».
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με δορυφόρους που διαγράφουν τροχιά σε ύψος 800 χιλιομέτρων από τη Γη και εντάσσονται σε ένα καινούργιο δορυφορικό πρόγραμμα η χρηματοδότηση του οποίου έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον όρο τα δεδομένα της έρευνας που παράγονται να κατευθύνονται στην κοινωνία.
Κατερίνα Ροββά
ΕΘΝΟΣ
Τα στοιχεία αφορούν τη χρονική περίοδο 2007-2010 και προέρχονται από την ανάλυση δορυφορικών λήψεων που επεξεργάστηκε ομάδα Ελλήνων επιστημόνων με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Τηλεπισκόπησης του Τμήματος Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ισαάκ Παρχαρίδη.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά του εξωτερικού, ανοίγει για πρώτη φορά τον δρόμο για την από το Διάστημα εξέταση των επιπτώσεων που προκαλεί ένας σεισμός στο ανθρωπογενές περιβάλλον και σε κομβικής σημασίας κατασκευές.
«Συνήθως χρησιμοποιούμε εικόνες από δορυφόρους για να δούμε τα αποτελέσματα του σεισμού στη Γη. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι θα είχε πολύ σημαντικότερο όφελος να δούμε πώς επηρεάζονται οι ευαίσθητες υποδομές από τους σεισμούς», εξηγεί μιλώντας στο «Εθνος» ο κ. Παρχαρίδης.
Στο μικροσκόπιo
«Αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε πιο συστηματικά την τεχνική μας σε μια περιοχή που είναι από τις πιο ενεργές σεισμικά στην Ευρώπη, κοντά στον Κορινθιακό κόλπο. Ενα φράγμα είναι, άλλωστε, απαραίτητο να παρακολουθείται ως προς την εσωτερική διάβρωση και τη στατικότητά του, ειδικά ένα φράγμα όπως αυτό του Μόρνου από τον οποίο υδροδοτείται η Αττική».
Οι επιστήμονες έθεσαν στο μικροσκόπιό τους πέντε σεισμικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή τη χρονική περίοδο 1995-2010 ως δυνητικές πηγές παραμόρφωσης: τον σεισμό του Αιγίου που εκδηλώθηκε με μέγεθος 6,2 Ρίχτερ τον Ιούνιο του 1995, το σεισμικό σμήνος που έλαβε χώρα στην Τριχωνίδα με μεγέθη από 5 έως 5,2 Ρίχτερ τον Απρίλιο του 2007, τη δόνηση 6,4 Ρίχτερ που σημειώθηκε στη Μόβρη κοντά στην Ανδραβίδα τον Ιούνιο του 2008, το χτύπημα του Εγκέλαδου στην Αμφίκλεια με 5,1 Ρίχτερ τον Δεκέμβριο του 2008 και τον σεισμό που χτύπησε το Ευπάλιο με 5,1 Ρίχτερ τον Ιανουάριο του 2010.
«Επιλέξαμε τα συγκεκριμένα γεγονότα με δεδομένο ότι είχαμε πληροφορίες για φαινόμενα από το 1992 μέχρι το 2010. Ολα συνέβησαν σε απόσταση 20-60 χιλιομέτρων από το φράγμα, με διαφορετικά μεγέθη και εστιακά βάθη», λέει ο κ. Παρχαρίδης. «Αν αφαιρέσουμε τον σεισμό του Αιγίου, οι υπόλοιποι τέσσερις, παρότι εκδηλώθηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση από τον Μόρνο, είχαν επίδραση στο φράγμα. Επηρέασαν τη συμπεριφορά του και προκάλεσαν παραμόρφωση, η μέγιστη τιμή της οποίας μετρήθηκε από 4 έως 6 εκατοστά, μέγεθος αξιοσημείωτο.
Αυτό ήταν μια πάρα πολύ σημαντική πληροφορία κατ' αρχάς γιατί η ασφάλεια του συγκεκριμένου φράγματος είναι ζωτικής σημασίας και επίσης επειδή με την εργασία αυτή κάναμε ένα άλμα, περάσαμε από την παρατήρηση του φαινομένου στην παρατήρηση αντικειμένων που αφορούν την κοινωνία».
Γιατί, όμως, επηρέασαν το φράγμα τα συγκεκριμένα φαινόμενα και όχι κάποια άλλα; Αυτά είναι τα ερωτήματα που πρέπει τώρα να απαντήσουν οι επιστήμονες, εξηγεί ο κ. Παρχαρίδης.
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν μιλάμε για μόνιμες παραμορφώσεις, οι κατασκευές έχουν συνήθως την ιδιότητα να απορροφούν τις αλλαγές, όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι απαιτείται παρακολούθηση», λέει.
«Στην Ελλάδα έχουμε παντού σεισμούς αλλά και μεγάλα έργα όπως φράγματα. Η μελέτη μας είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για μηχανικούς κατασκευής έργων, σεισμολόγους και γεωλόγους. Εκείνοι θα μπορέσουν να κάνουν συγκρίσεις, να εξαγάγουν συμπεράσματα όπως ποια είδη σεισμών είναι αυτά που επιδρούν σε τέτοιες κατασκευές, αν παίζει ρόλο η απόσταση, το μέγεθος ή άλλοι παράγοντες και εκείνοι θα μπορέσουν να υποδείξουν τι μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται για την κατασκευή ανάλογων υποδομών».
Εξηγώντας την τεχνική που ακολούθησε η ομάδα για την επιστημονική μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού κύκλου του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, ο κ. Παρχαρίδης επισημαίνει ότι η στατικότητα των φραγμάτων επηρεάζεται και από το ύψος του νερού που υπάρχει μέσα τους.
Η στάθμη
«Η διαφοροποίηση της στάθμης στη λίμνη του Μόρνου κυμαίνεται από 20 έως 40 μέτρα τη χρονική περίοδο που εξετάσαμε. Αυτό είχε επίδραση στο φράγμα. Επρεπε, λοιπόν, να το δούμε συνδυαστικά. Αναλύσαμε χρονικά την εξέλιξη της συμπεριφοράς του φράγματος σε σχέση με το νερό και "ρίξαμε" πάνω σε αυτά τα αποτελέσματα την επίδραση των σεισμών. Θέλαμε να δούμε αν αυτό το μοντέλο διακοπτόταν όταν είχαμε σεισμικό γεγονός».
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με δορυφόρους που διαγράφουν τροχιά σε ύψος 800 χιλιομέτρων από τη Γη και εντάσσονται σε ένα καινούργιο δορυφορικό πρόγραμμα η χρηματοδότηση του οποίου έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον όρο τα δεδομένα της έρευνας που παράγονται να κατευθύνονται στην κοινωνία.
Κατερίνα Ροββά
ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου