Ήτανε Πάσχα....
- Στον τόπο μας, βαριά η σκλαβιά στις πλάτες των ραγιάδων. Βάρβαρος σκληρός, ο Τούρκος ο δυνάστης. Φόροι, καταπίεση, ταπεινώσεις… Ιδιαίτερα υπέφεραν οι άνθρωποι του κάμπου· είλωτες στα βακούφια του Αγά. Ήλιο με ήλιο στην δουλειά..
- Οι Βλοχαΐτες κάπως ορεσίβιοι, απολάμβαναν κάποιας σχετικής αυτονομίας, για το βιός τους, τις φαμίλιες, τις συνήθειες τους και προ παντός τα δικαιώματά τους τα θρησκευτικά.
- Νοικοκυραίοι στον τόπο τους, παράμερα, πρόκοβαν και σχεδόν καλοπερνούσαν. Αρχόντοι μες την φτώχια και την δουλεψή τους.
- Κι αυτό στον Αγά του κάμπου δεν άρεσε. Να σηκώνει κεφάλι ο ραγιάς κάτω από την μύτη του; Που ακούστηκε αυτό! Πρέπει να βρεθεί η αφορμή κι ο τρόπος να ταπεινωθεί. Αυτοί χαλάνε την τάξη, το κισμέτ.
- Έβγαλε λοιπόν φιρμάνι και τόστειλε Μεγαλοβδόμαδο στους Βλοχαΐτες: «Ανήμερα τη Λαμπρή όλοι, Άνδρες και γυναίκες, να κατέβουν στον κάμπο για δουλειά στα τσιφλίκια του Αγά… κι αν αρνηθούν φωτιά κι τσεκούρι…»
- Άκαρδος ο Αγάς· βαρύ το δίλημμα· προσβολή φοβερή για τον ραγιά, το Χριστιανό. Δουλειά το Πάσχα; Άλλο και τούτο! Χτύπημα στα όσια και τα ιερά του, τα πατρογονικά. Δεν το μπορεί· θριάσιο του φαίνεται… Και κει που συναχτήκαν στο χωριό, απόφαση να βγάλουν, κι απόκριση να δώκουν, βασανίστηκαν πολύ.
- «Ε! ως εδώ και μη παρέκει· “είπαν”. Αυτό δεν καταπίνεται. Δε δουλεύουμε το Πάσχα, τη Λαμπρή μας, την γιορτή των Γιορτώνε. Χριστός Ανέστη αδέρφια· ας έρθει και στην πατρίδα κάποτες ν΄ αναστηθεί! Κανένας στον κάμπο το Πάσχα για δουλειά…» “είπαν” κι ομοφώνησαν.
- Και τόπιασαν οι άντρες οι αρματωμένοι στις κοντοραχούλες, κάτω απ΄ το Βλοχό κοντά στο χάραμα, ανήμερα το Πάσχα. Το “Χριστός Ανέστη” ψέλνεται στις εκκλησιές με τα γυναικόπαιδα μόνο.
- Κατά το κολατσιό, σαν κατάλαβε ο Αγάς την ανυπακοή, το πήρε προσβολή. Διάταξε τότε ένα επίλεκτο σώμα τσοχαντάρηδες ν΄ ανέβουν και να τσακίσουν τους ασήκηδες του Βλοχού. «Σήκωσε βλέπεις κι ο ραγιάς κεφάλι, κόντρα στην Τάξη του κόσμου τούτου…».
- Στα μισά του δρόμου όμως, τους περίμενε το κακό τους ριζιμιό, το συναπάντημα με του ραγιά, του Βλοχαΐτη, την περηφάνια που δεν τσαλαπατιέται.
- Φωτιά ξερνούν τα καριοφίλια, Λάμπουν τα σπαθιά· Του ραγιά, του Έλληνα, του Χριστιανού, του Βλοχαΐτη η οργή, ξέσπασε κατά του Δυνάστη του Αγαρηνού, φονική σαν Αστραπή, ζητώντας το δίκιο του μέσα από το γδιοκωμό.
- Ούτε ένας τούρκος δεν έμεινε ζωντανός· ούτε για μαρτυριά…
- Ο τόπος εκείνος της Δόξας, Τουρκομνήματα οναμάζεται και ως τα σήμερα. Οι Βλοχαΐτες μετά από τούτο, πήραν τις φαμελιές τους και έφυγαν κυνηγημένοι μακριά για να γλυτώσουν από του Αγά την μάνητα.
- Το Βλοχό τότε τον ρήμαξαν οι τούρκοι, ξεσπώντας πάνω του όλη την βάρβαρη οργή τους… Αποκαΐδια τον κατάντησαν.
Ήταν Πάσχα ραγιάδων τότε· μα ρωμαΐκο Πάσχα.
Κι ο Βλοχός σαν πέρασαν τα χρόνια έπιασε πάλι σιρμαγιά· στήθηκε πάλι στα ριζά, εκεί, για να σέρνει της ιστορίας το πάτημα από τα χρόνια τα παλιά στους καιρούς του Μέλλοντες…
Βασίλης Φουντούλης του Μιχ.
Δάσκαλος
Πρ. Δήμαρχος Θεστιέων
http://thestieishistory.blogspot.gr/
- Στον τόπο μας, βαριά η σκλαβιά στις πλάτες των ραγιάδων. Βάρβαρος σκληρός, ο Τούρκος ο δυνάστης. Φόροι, καταπίεση, ταπεινώσεις… Ιδιαίτερα υπέφεραν οι άνθρωποι του κάμπου· είλωτες στα βακούφια του Αγά. Ήλιο με ήλιο στην δουλειά..
- Οι Βλοχαΐτες κάπως ορεσίβιοι, απολάμβαναν κάποιας σχετικής αυτονομίας, για το βιός τους, τις φαμίλιες, τις συνήθειες τους και προ παντός τα δικαιώματά τους τα θρησκευτικά.
- Νοικοκυραίοι στον τόπο τους, παράμερα, πρόκοβαν και σχεδόν καλοπερνούσαν. Αρχόντοι μες την φτώχια και την δουλεψή τους.
- Κι αυτό στον Αγά του κάμπου δεν άρεσε. Να σηκώνει κεφάλι ο ραγιάς κάτω από την μύτη του; Που ακούστηκε αυτό! Πρέπει να βρεθεί η αφορμή κι ο τρόπος να ταπεινωθεί. Αυτοί χαλάνε την τάξη, το κισμέτ.
- Έβγαλε λοιπόν φιρμάνι και τόστειλε Μεγαλοβδόμαδο στους Βλοχαΐτες: «Ανήμερα τη Λαμπρή όλοι, Άνδρες και γυναίκες, να κατέβουν στον κάμπο για δουλειά στα τσιφλίκια του Αγά… κι αν αρνηθούν φωτιά κι τσεκούρι…»
- Άκαρδος ο Αγάς· βαρύ το δίλημμα· προσβολή φοβερή για τον ραγιά, το Χριστιανό. Δουλειά το Πάσχα; Άλλο και τούτο! Χτύπημα στα όσια και τα ιερά του, τα πατρογονικά. Δεν το μπορεί· θριάσιο του φαίνεται… Και κει που συναχτήκαν στο χωριό, απόφαση να βγάλουν, κι απόκριση να δώκουν, βασανίστηκαν πολύ.
- «Ε! ως εδώ και μη παρέκει· “είπαν”. Αυτό δεν καταπίνεται. Δε δουλεύουμε το Πάσχα, τη Λαμπρή μας, την γιορτή των Γιορτώνε. Χριστός Ανέστη αδέρφια· ας έρθει και στην πατρίδα κάποτες ν΄ αναστηθεί! Κανένας στον κάμπο το Πάσχα για δουλειά…» “είπαν” κι ομοφώνησαν.
- Και τόπιασαν οι άντρες οι αρματωμένοι στις κοντοραχούλες, κάτω απ΄ το Βλοχό κοντά στο χάραμα, ανήμερα το Πάσχα. Το “Χριστός Ανέστη” ψέλνεται στις εκκλησιές με τα γυναικόπαιδα μόνο.
- Κατά το κολατσιό, σαν κατάλαβε ο Αγάς την ανυπακοή, το πήρε προσβολή. Διάταξε τότε ένα επίλεκτο σώμα τσοχαντάρηδες ν΄ ανέβουν και να τσακίσουν τους ασήκηδες του Βλοχού. «Σήκωσε βλέπεις κι ο ραγιάς κεφάλι, κόντρα στην Τάξη του κόσμου τούτου…».
- Στα μισά του δρόμου όμως, τους περίμενε το κακό τους ριζιμιό, το συναπάντημα με του ραγιά, του Βλοχαΐτη, την περηφάνια που δεν τσαλαπατιέται.
- Φωτιά ξερνούν τα καριοφίλια, Λάμπουν τα σπαθιά· Του ραγιά, του Έλληνα, του Χριστιανού, του Βλοχαΐτη η οργή, ξέσπασε κατά του Δυνάστη του Αγαρηνού, φονική σαν Αστραπή, ζητώντας το δίκιο του μέσα από το γδιοκωμό.
- Ούτε ένας τούρκος δεν έμεινε ζωντανός· ούτε για μαρτυριά…
- Ο τόπος εκείνος της Δόξας, Τουρκομνήματα οναμάζεται και ως τα σήμερα. Οι Βλοχαΐτες μετά από τούτο, πήραν τις φαμελιές τους και έφυγαν κυνηγημένοι μακριά για να γλυτώσουν από του Αγά την μάνητα.
- Το Βλοχό τότε τον ρήμαξαν οι τούρκοι, ξεσπώντας πάνω του όλη την βάρβαρη οργή τους… Αποκαΐδια τον κατάντησαν.
Ήταν Πάσχα ραγιάδων τότε· μα ρωμαΐκο Πάσχα.
Κι ο Βλοχός σαν πέρασαν τα χρόνια έπιασε πάλι σιρμαγιά· στήθηκε πάλι στα ριζά, εκεί, για να σέρνει της ιστορίας το πάτημα από τα χρόνια τα παλιά στους καιρούς του Μέλλοντες…
Βασίλης Φουντούλης του Μιχ.
Δάσκαλος
Πρ. Δήμαρχος Θεστιέων
http://thestieishistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου