Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΑΡΒΥΛΕΣ ΑΠ' ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ


Επετειακό Αφήγημα του Καστρινού.
Ήμουνα βρεγμένος, κατακουρασμένος, ελεεινός και τρισάθλιος, ένα κουρέλι. Είχα να φάω τρείς μέρες κι έτρεμα απ' το κρύο και την πείνα. Έσουρνα τα πόδια μου έτσι από συνήθεια, και γύρναγα γύρω απ' τα ίδια σημάδια σαν το άλογο στο αλώνι.
Τούτη ή στράτα δεν έβγαζε πουθενά. Τα ίδια βουνά μονοπάτια και ρουμάνια , Είχα χαθεί και ξεκοπεί απ' τη διμοιρία και ήμουνα μόνος σαν άγριος λύκος. Περπατούσα κλωθογυρίζοντας όλη τη νύχτα και μήτε χωριό, μήτε ψυχή στο δρόμο μου, ούτε ζωντανό ,μήτε πετούμενο. Μόνο το όπλο μου, και τ' άδειο σακίδιο η μόνη συντροφιά μου.
Ξημέρωνε, σύθαμπο παγωμένο, υγρό, καταραχνιασμένο. Σαν έβγαινε ό ήλιος θα σκόρπιζε ή καταχνιά και ή συννεφιά. Να 'βρισκα κάπου σύνορο και προσανατολισμό. Ξάφνου είδα αντίκρυ μου το καλύβι και τ' άδειο μαντρί.
Ή πόρτα ήτανε ανοιχτή κι αφύλαχτη. Μου μύρισε ή κάπνα κι' ή τσίκνα. από φαί και τ'αποφάσισα. Είχα ξεχάσει κάθε ορμήνια για προφύλαξη. «Τώρα πια 'Ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Νισάφι πια έρεψα».
Μπήκα άπ' την πόρτα κι είδα το γέρο που φύσαε τη φωτιά.
Πάνω στη φωτιά είχε το τσουκάλι με το φαγί. Μύρισε και γουργούρισαν τ' άντερά μου. Τυχερός σκέφτηκα
- Έ Μπάρμπα φώναξα σιγά για να μη τον τρομάξω. Καλώς σε βρήκα.
Εκείνος γύρισε. Δυο μάτια. ξέθωρα, γεμάτα άσπρο κροκάδι στυλώθηκαν ανήμπορα πάνω μου. Τον είδα πού τσιτώθηκε και πήγα να τον προλάβω μπας και βάλει τις φωνές.
- Πούθε ήρθες; Δεν σ' άκουσα! Τώρα. στέκονταν ήρεμος, ατάραχος Κοίταζε τα μπανταρισμένα πόδια μου με τα κουρέλια. πού έπνιγαν τον βηματισμό μου. Σαν ξεπατώθηκαν τ' αρβύλια έκοψα λουρίδες την κουβέρτα μου και τα τύλιξα. Κι άλλοι έκαναν το ίδιο κατά πως είχα δει.
- Ποιός είσαι; ξαναρώτησε ο γέρος.
- Πεινάω, απάντησα βραχνά κι έπεσα ξεθεωμένος σ΄ ένα ξύλινο σκαμνί.
- Μουρή γριά , πουσαι μαρή έλα κι' έχουμε μσαφιρέους
- 'Έκατσες κιόλα; Ρώτησε. Και ήσυχος τώρα μου ξομολογήθηκε.
- Κοντά δυο βδομάδες έχουμε να δούμε άνθρωπο.
Όλα ρήμαξαν, πανάθεμα τον πόλεμο (τώρα ή φωνή του σκλήριζε) πάνε κατά καπνού ούλα. Μήτε κοπαδ έμεινε μήτε ζωντανό , λάκισαν όλα μες' το χαλασμό, ξον πεντέξι μπλιόρες στέρφες.
Ξαναρώτησε ;
- Ποιός είσαι του λόγου σου! Πώς βρέθηκες εδώ;
-Χάθηκα απ' το λόχο μου, απάντησα διστακτικά.
Καλώς ήρθες ότι έχουμε θα σε φιλέψουμε. Φτάνει να μην μας βλάψεις.
Κείνη τη στιγμή, μπήκε στο μoνoκάλυβο η γριά.
Καλωσόρισες λεβέντη μου. Και γυρνώντας στο γέροντα είπε:
-Δε φίλεψες τίποτα τον ξένο τον άνθρωπο. Ντροπή.
Κένωσε τον τραχανά ο γέρος στη γαβάθα, έφερε και ξύλινα κουτάλια,
μπομποτόψωμο, και τυρί, και γυρνά μια στιγμή η γριά και τον ρωτάει.
- Να φέρω μωρέ ξεκουτιασμένε τη μπότσκα με το κρασί για, τον ξένο μας;
-Τράβα φέρτω. Θα πιώ κι εγώ όμως μια ποτήρα γεμάτη που όλο λες ότι δεν κάνει στην ηλικία μου.
-Ναι να μη χάσεις.
Η γριά σηκώθηκε αμίλητη, με σκυφτό κεφάλι και βγήκε έξω.
Ξαναμπήκε σε λίγο με μια μισόγεμη νταμιτζάνα κι άστραφτε από θυμό.
-Ώστε έτσι σκατόγερε, το 'πινες κρυφά; Ντροπή σου στα χρόνια σου.
Στις υγιές σου εσένα καλή στράτα και καλή απόλυση. Να τελέψει άμποτε ετούτο το κακό που μας βρήκε.
-Φχαριστώ με την ψυχή μου! Αποκρίθηκα. Γιατί με ταΐσατε με ποτίσατε και μ' ανθρωπέψατε.
Σηκώθηκε μετά ξαφνικά η γριά. Πήγε σε μια παλιοκασέλα, έψαξε βρήκε κάτι αρβύλες παλιές, σολιασμένες μα γερές.
- Πάρτες είπε να γλυτώσεις τα ποδάρια σου. Το κοπάδι πήρε τα πέρατα, δεν μας χρειάζονται εμάς πια. Πάρτες κι αϊ στο καλό να προλάβεις το τσούρμο σου.
Τις κράτησα αυτές τις αρβύλες και τις έχω ακόμα, να πάω να τις φέρω να τις δείτε, έλεγε ο Μπάρμπα Αντρέας - Θεός σχορέστον - που μας μάζευε μαθητούδια τότε κάτω στο Αγγελόκαστρο τα βράδια τέτοιες μέρες ,στη μεγάλη πέτρα έξω απ' το παλιό Ρομπολέικο σπίτι, και μας διηγιόνταν ιστορίες που είχε ζήσει στο Αλβανικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: