Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


Ο νεαρός επιστήμων είχε πάρει το πτυχίο της σχολής εδώ και δυο χρόνια. Το καμάρωσε , το κορνιζάρισε, το έβγαλε φωτοτυπία και άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Είδε κι απόειδε, δουλειά δεν έβρισκε, κι άρχισε να ρωτάει τον εαυτό του: Τώρα τι κάνω; Μπήκε στο λεωφορείο των μία και μισή από Αθήνα, και έξη η ώρα ήταν κάτω στο χωριό.
Ήταν μια λύση πρακτική. Τα πατρικά χωράφια εξασφάλιζαν και φαγητό και χαρτζιλίκι. Για να ξεχωρίζει απ’ τους «μη επιστήμονες» ξύπναγε αργά, φόραγε ένα κόκκινο φουλάρι, κι έπαιζε μπιρίμπα τις περισσότερες ώρες στο καφενείο.
Ο γέρος του, ένας άνθρωπος πνευματικά «ακαλλιέργητος» είχε πολύ κακή ιδέα για τις επιστήμες και τους επιστήμονες γενικώς. Γκρίνιαζε και του’ λέγε να πιάσει το τσαπί να δούνε τι θα γίνουνε. Όταν έβλεπε τον επιστήμονα να σουλατσάρει ασκόπως με το κόκκινο φουλάρι σταυρωτά, κούναγε το κεφάλι κι έλεγε: Αυτές «οι καπιστράνες» πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους. 
Καλά όμως που βρέθηκε εκείνος ο «ολίγον βλαχοφέρνων» βουλευτής που υποσχέθηκε προεκλογικά, διαβεβαίωσε μετέπειτα, κι όταν στριμώχτηκε στενά, βρήκε επιτέλους μια θεσούλα σε ιδιωτική εταιρία των Αθηνών έστω με σύμβαση κι αυτή. 
Πήρε ο επιστήμων μια παλιά βαλίτζα, του βαλε μέσα η μάνα του κάλτσες , βρακιά και μάλινες φανέλες, πήγε και ο πατέρας του στο Αγρίνιο στην τράπεζα και τον «εδάνισε» καμια τριανταριά κολλαριστά καινούργια εκατόεβρα. Γι’ αυτό το δάνειο ήτανε σίγουρος πως «τα ‘φαγε η μαρμάγκα» τα λεφτά, αλλά έκανε πέτρα την καρδιά, γιατί ίσως ήταν η τελευταία του ευκαιρία.
Το λεωφορείο έφτασε στο Κηφισό με καθυστέρηση, αλλά ο επιστήμων ένοιωθε ευτυχισμένος που ξαναγύρισε πρωτεύουσα. Άφησε τη βαλίτζα του σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο κι έπειτα βγήκε να περπατήσει στις μεγάλες λεωφόρους, και να χαζέψει τις βιτρίνες και τις πλατείες με τις καφετέριες. 
Και η πρωτεύουσα είναι πάντα ζωντανή και όμορφη, μα και ξελογιάστρα και τόπος διαφθοράς για τους πιο συντηρητικούς. Στο χωριό οι γυναίκες πάντοτε περιορισμένες, και τα μόνα θηλυκά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο κεντρικό δρόμο και στο σκεπασμένο ρέμα- πεζόδρομο, ήταν οι γάτες και οι κότες. Εδώ όμως, να «τσούρμο» της έβρισκες παντού. 
Ο «τύπος» όμως που πάντα είχε κάποια κλίση στην «ακολασία» και είχε αποκτήσει και τη σχετική πείρα στα χρόνια τα φοιτητικά, από το πρώτο κιόλας βράδυ βρέθηκε με συντροφιά. Κι ήτανε μια χαριτωμένη συντροφιά, μια γραμματέας της εταιρίας που θα έπιανε δουλειά, και που δέχτηκε με ευχαρίστηση και σχετική ευκολία να πιεί το βράδυ μαζί του ένα ποτό.
Στην Αθήνα όλα τρέχουν γρήγορα. Τ’αμάξια, τα λεφτά, και τα αισθήματα. Έτσι δυο μέρες μετά ο επιστήμων αφού «είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα», είχε φιλήσει πολλαπλώς τη γραμματέα, έκανε φιγούρα αφειδώς την οικονομική του επιφάνια που αποτελούνταν τώρα από εικοσιοκτώ πια κολλαριστά εκατόεβρα που είχαν απομείνει. Και στη ζωή, που η πιάνεις τη καλή, η μένεις πάντα αναπληρωματικός στο πάγκο, ο επιστήμων ήταν στη πρώτη τη περίπτωση. Δουλειά, έρωτας, χρήμα σε λίγο χρόνο όλα μαζί, και το «ειδύλλιον» έτρεχε με χίλια, μέχρι που κάποια μέρα φρενάρισε απότομα. Γιατί η κοπέλα ήρθε με δάκρυα στα μάτια ένα απόγευμα.
-Τι! κλαίς; Τη ρώτησε.
Η λεγάμενη δίστασε, αλλά σε λίγο το έσκασε το παραμύθι.
-Ο μπαμπάς διώκεται για χρέη στην εφορία.
-Και είναι πολλά;
-Τρία χιλιάρικα που τώρα δεν τα έχει, και αν τα έβρισκε θα γλύτωνε τη φυλακή.
Πήγε να σκάσει ο επιστήμων ο καλλιεργημένος και ευαίσθητος έτσι όπως τη έβλεπε θλιμμένη. Έβγαλε το πορτοφόλι και της μέτρησε εν ήδη δανείου, εικοσιπέντε ολοκαίνουργια εκατόεβρα. Η συνέχεια τώρα έτρεξε υπερηχητικά. 
Η κοπελιά εξαφανίστηκε, κι όταν κατάφερε να μάθει το που μένει, έμαθε και τα άλλα τα «καθέκαστα». Ποιος πατέρας; Δεν υπήρχε ούτε πατέρας ούτε τίποτα. Έφυγε νύχτα με το γκόμενο που συζούσε, κι άφησαν πίσω τους τα πάντα απλήρωτα. Κι όχι γραμματέας δεν ήταν αλλά ούτε καθαρίστρια. Μια κολλητή της δούλευε τηλεφωνήτρια στην εταιρία, και έτσι σύχναζε εκεί.
Του επιστήμονα του ήρθε «ο ουρανός σφοντύλι». Και έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε το λεωφορείο, κατέβηκε στο χωριό, έσκισε το άχρηστο πτυχίο, κι έπιασε το τσαπί. Έφτιαξε και «φάρμα» με κουνέλια αργότερα με τον πατέρα του, και όπως λέει ο γέρος πια στα καφενεία τα πάνε μια χαρά, και να ’ναι καλά η πρωτεύουσα που του έβαλε μυαλό. Τριάντα εκατόεβρα μυαλό δεν είναι πολύ όμως για ένα επιστήμονα. Λένε κάτι «καθήκια» στα καφενεία κάτω στο χωριό.

1 σχόλιο:

panaotis είπε...

like από 'μένα