Ήταν Δευτέρα 31 Ιουλίου 1944 όταν η ναζιστική θηριωδία εκτέλεσε 59 κατοίκους των Καλυβίων όπου στον τόπο της θυσίας τους έγινε αυτό το επιβλητικό μνημείο.
Είναι κάποια γεγονότα που νικούν το χρόνο. Απείραχτα και ανέγγιχτα από τη λήθη, ζουν στη μνήμη των ανθρώπων. Ίσως γιατί είναι ή έχουν μέσα τους τη ζωή, ακόμη κι αν σκορπούν το κακό και το θάνατο.
Είναι κάποια γεγονότα που νικούν το χρόνο. Απείραχτα και ανέγγιχτα από τη λήθη, ζουν στη μνήμη των ανθρώπων. Ίσως γιατί είναι ή έχουν μέσα τους τη ζωή, ακόμη κι αν σκορπούν το κακό και το θάνατο.
Στον τόπο μας, τον καιρό της γερμανικής κατοχής η ναζιστική θηριωδία χάραξε βαθιά στην ψυχή του λαού μας δυο τέτοια σημαδιακά γεγονότα. Είναι η εκτέλεση των 120 πατριωτών στο Αγρίνιο τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944, κι ύστερα, στις 31 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η εκτέλεση άλλων πενήντα εννέα στα Καλύβια.
Κάθε χρόνο στον τόπο της θυσίας τελείται επιμνημόσυνη δέηση. Παρίστανται οι αρχές του νομού, βουλευτές, συγγενείς των εκτελεσθέντων και πλήθος κόσμου. Πρόκειται για μια σεμνή τελετή, για μια απέριττη γιορτή της ελευθερίας. Βέβαια οι γιορτές έχουν κατεξοχήν αναμνηστικό χαρακτήρα. Όχι με τη σημασία της αναπόλησης, αλλά με τη σημασία της συμμετοχής, που χωρίς την αληθινή γνώση των γεγονότων είναι αδύνατη. Ας θυμηθούμε κι ας μάθουμε λοιπόν το γεγονός.
Δεν έχει εξακριβωθεί για ποιο λόγο αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν να χτυπήσουν τους Γερμανούς στο φυλάκιο της σιδηροδρομικής γραμμής έξω από τα Καλύβια, προς τη μεριά του Αγγελοκάστρου. Λένε κάποιοι ότι στόχος ήταν το τρένο ερχόμενο απ’ το Αγγελόκαστρο, κάτι που δεν έγινε γιατί υπήρξαν πολλές αντιρρήσεις από την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ήθελαν να χτυπήσουν ένα γερμανικό αυτοκίνητο που έκανε τακτικά πλιάτσικο στις σοδειές του κάμπου, ιδιαίτερα των Καλυβίων. Μερικοί εντάσσουν τη σχεδιαζόμενη επίθεση στη γενικότερη προσπάθεια αποδυνάμωσης του ηθικού των κατακτητών, οι οποίοι διέβλεπαν την επερχόμενη κατάρρευση του Άξονα και την σύντομη αποχώρησή τους από την Ελλάδα. Άλλοι θεωρούν το χτύπημα ως εκτέλεση διαταγής του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Δεν λείπει και η άποψη ότι ήταν ένα σχέδιο περισσότερο επιπόλαιο, παρά καλομελετημένο, αν αναλογιστεί κανείς τη διαφαινόμενη σύντομη αποχώρηση των Γερμανών και τα αντίποινα που θα ακολουθούσαν.
Όπως και να είχε, στις 29 Ιουλίου 1944, ημέρα Σάββατο, δεκαπέντε αντάρτες του ΕΛΑΣ έφτασαν και κατέλυσαν έξω από τα Καλύβια. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και δυο νεαροί Καλυβιώτες Επονίτες-σύνδεσμοι, ο Γιώργος Π. Τσιρογιάννης και ο Χαρίλαος Σταβάρας. Τη νύχτα προστέθηκαν στην ομάδα άλλοι 7 Ελασίτες.
Εικοσιτέσσερις τώρα, οπλισμένοι άντρες, την Κυριακή το πρωί, 30 Ιουλίου, με την καθοδήγηση των δυο Καλυβιωτών συνδέσμων, έπιασαν θέσεις στον τόπο της ενέδρας. Άραγε τι να περίμεναν; Η ώρα περνούσε και τίποτα δε φαινόταν. Πήγε μεσημέρι. Κατά τις μιάμιση ξεπρόβαλε απ’ τον Αγγελοκαστρίτικο κάμπο ένα εχθρικό όχημα. Ανασυντάχτηκαν οι αντάρτες και κρύφτηκαν καλά με το χέρι στη σκανδάλη.
Το αυτοκίνητο πλησίαζε αργά κατά μήκος των γραμμών. Αν αληθεύει η εκδοχή ότι δεν ήταν αυτό που περίμεναν, τότε άγνωστο παραμένει τι συζητήθηκε εκείνες τις στιγμές και γιατί αποφασίστηκε να χτυπηθεί. Καθώς το όχημα πλησίασε αρκετά, μια εύστοχη βολή τίναξε τον οδηγό από τη θέση του, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Ανεξέλεγκτο το αυτοκίνητο έπεσε δεξιά , στο χαντάκι του δρόμου. Οι υπόλοιποι πέντε Γερμανοί στρατιώτες προσπάθησαν να σωθούν, αλλά μάταια, δέχτηκαν κι αυτοί τις σφαίρες των ανταρτών. Οι τελευταίοι έτρεξαν δυτικά κι απ’ τη διάβαση της Ρίγανης πέρασαν απέναντι και έφυγαν.
Η άλλη εκδοχή, μακριά όμως από την πραγματικότητα, είναι ότι δόθηκε κανονική μάχη με γερμανικές δυνάμεις την ώρα που αυτές έρχονταν με καμιόνια απ’ το Αγγελόκαστρο.
Το συμβάν μαθεύτηκε αμέσως στα Καλύβια. Οι κάτοικοι στον οικισμό και όσοι βρίσκονταν στα χωράφια, έτρεξαν με βιασύνη να διαβούν τον Αχελώο. Πέρασαν στην Κατσαρού και στα Όχθια, γιατί γνώριζαν καλά τι θα επακολουθούσε.
Το μεγάλο κίνδυνο για το χωριό συναισθάνθηκε ο παπάς του, ο παπά-Ρισβάς.
Πήρε κάποιες γυναίκες και με ό,τι πρόχειρο για την επούλωση τραυμάτων έσπευσαν στον τόπο του γεγονότος. Την ώρα που έφτασαν, πλησίαζε ένα όχημα-προπομπός του τρένου απ’ το Αγγελόκαστρο. Το στρίγκλισμα στις γραμμές καθώς το τρένο σταματούσε, τα ανθρώπινα ματωμένα κορμιά, τα πρόσωπα τα νεκρικά, οι όψεις αυτών που αντίκρισαν εκείνη τη ματωμένη εικόνα, μαζί και τα συναισθήματα, ερμήνευαν αυτό το μεγάλο κακό, τον πόλεμο. Οι Γερμανοί που κατέβηκαν είδαν ότι ένας απ’ τους στρατιώτες χαροπάλευε. Έσκυψαν κοντά του. Ψέλλισε ότι ο παπάς και οι γυναίκες που ήταν εκεί δεν είχαν σχέση με ό,τι έγινε. Κι ύστερα πέθανε. Οι νεκροί μεταφέρθηκαν στο Αγρίνιο.
Την ίδια μέρα, νωρίς το απόγευμα, ήρθε στα Καλύβια ο Γερμανός διοικητής. Στο κέντρο του χωριού τον περίμεναν, όπως είχε αποφασιστεί, ο παπάς, ο Μιχάλης Ψιλογιαννόπουλος-Τάγκαλος που αναπλήρωνε τον πρόεδρο του χωριού Γρηγόρη Ψιλογιαννόπουλο-Τάγκαλο, ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Περεπής, οι δάσκαλοι του χωριού Σπύρος και Σοφία Χατζή καθώς και η αυστρογερμανικής καταγωγής γυναίκα του Αθηναίου επιχειρηματία Στέλιου Παπαπάνου, ο οποίος εκείνη την εποχή καλλιεργούσε πολλά στρέμματα πατάτες στα Καλύβια και προμήθευε τις δυνάμεις κατοχής. Η Αυστρογερμανίδα πήρε το λόγο και είπε με πειστικότητα – μιλώντας γερμανικά – ότι κανένας απ’ το χωριό δεν είναι ενταγμένος στον ΕΛΑΣ. Αλλά και οι σωστές απαντήσεις που έδωσε στον διοικητή η δασκάλα Σοφία Χατζή, καταλάγιασαν την οργή του για το χωριό. Ωστόσο πήρε την απόφαση να εκτελεστούν εξήντα Έλληνες, αριθμός ενδεικτικός ότι στο συμβάν υπήρξαν έξι νεκροί, αν σκεφτούμε τον νόμο των αντιποίνων που εφάρμοζαν οι κατακτητές.
Τους μελλοθάνατους τους πήραν απ’ τις φυλακές του Αγρινίου που στεγάζονταν σε ένα κτίριο κοντά στην Αγία Τριάδα και στις καπναποθήκες του Παναγόπουλου.
Ο κατάλογος συντάχτηκε βιαστικά. Μαθεύτηκε ότι ο διαβόητος Τολιόπουλος παρέδωσε σημείωμα με ονοματεπώνυμα που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν. Ξημερώνοντας Δευτέρα 31 Ιουλίου τους μετέφεραν στον τόπο του συμβάντος με τέσσερα καμιόνια. Ακολουθούσε και ένα πέμπτο με φρουρούς και ταγματασφαλίτες εθελοντές.
Ο ήλιος άρχισε ν’ ανεβαίνει. Το γερμανικό απόσπασμα παρατάχθηκε. Κι όπως τους κατέβαζαν ανά πέντε, οχτώ, δέκα, τα εχθρικά όπλα κροτάλιζαν και ξερνούσαν καυτό τον θάνατο επάνω τους. «Ζήτω η Ελλάδα», «Ζήτω η λευτεριά», «Ζήτω το ΕΑΜ», φώναζαν στις τελευταίες εκείνες στιγμές τα παλικάρια. Πενήντα πέντε κορμιά ματωμένα έπεσαν στη γη με τα μάτια ανοιχτά, που μέσα τους ο πρωινός ήλιος φώτιζε την περηφάνια και την αδούλωτη ψυχή τους. Οι Γερμανοί κράτησαν στην άκρη τέσσερις. Θα τους κρεμούσαν για παραδειγματισμό. Έτσι, στο πρώτο τηλεγραφόξυλο που υπήρχε δίπλα στις γραμμές, κρέμασαν το 19χρονο επονίτη Πάνο Πάσχο, στο δεύτερο κρέμασαν τον Ηλία Πόλκα ( Μαστρογιάννη Αντώνη), στο τρίτο τον Ηλία Παπαϊωάννου ( καπετάν Δία) και στο τέταρτο τον Γιάννη Μουρέλη. Απ’ τους τέσσερις κρεμασμένους οι δυο ήταν καπετάνιοι του ΕΛΑΣ και οι άλλοι δυο ανταρτοεπονίτες. Από τους εξήντα που μεταφέρθηκαν εκεί για εκτέλεση γλύτωσε ένας. Ήταν ο Μήτσος Ζωγράφος που τον γνώρισε κάποιος απ’ τους ταγματασφαλίτες.
Συνέβη και τούτο. Την ώρα που έφευγαν οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους, διαπίστωσαν ότι ένας από τους κρεμασμένους ζούσε. Είχε στηριχτεί με τα πόδια του σφιχτά στο τηλεγραφόξυλο. Μαθεύτηκε αργότερα ότι εκείνος που γύρισε και τον αποτελείωσε δεν ήταν Γερμανός, αλλά ταγματασφαλίτης…
Την άλλη μέρα (1η Αυγούστου 1944), οι Γερμανοί δημοσίευσαν στην λογοκρινόμενη εφημερίδα «ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ» μια ιταμή ανακοίνωση. Πληροφορούσαν τους αναγνώστες ότι «εξετελέσθησαν δια τυφεκισμού 55 κομμουνισταί εκ της περιφερείας Αγρινίου και εκρεμάσθησαν εις τον τόπον του εγκλήματος 4 επικίνδυνοι κομμουνισταί, εξ ων δυο καπεταναίοι του ΕΛΑΣ». Βέβαια, για την ιστορική αλήθεια, δεν ήταν όλοι κομμουνιστές, όπως έγραφε το κείμενο, αλλά για ευνόητους λόγους η γερμανική διοίκηση γενίκευσε τα πράγματα.
Οι νεκροί παρέμειναν άταφοι δυο μέρες. Όταν στις 3 Αυγούστου επετράπη η ταφή τους, κάτοικοι των Καλυβίων με επικεφαλής τον πρόεδρο και τον παπά έθαψαν ομαδικά τους πενήντα εννέα πατριώτες εκεί, στον τόπο της θυσίας.
Στον τάφο τους υπήρχε μέχρι το 1983 ένας σταυρός. Το 1983-84 αναγέρθηκε επιβλητικό αυτό μνημείο και χαράχτηκαν τα ονόματά τους..
Οι νεκροί αυτοί, που τιμώνται κάθε χρόνο, έδειξαν με τη θυσία τους ότι η ζωή χωρίς ιδανικά είναι ο πιο σίγουρος θάνατος, ενώ ο θάνατος για ιδανικά και αξίες είναι ζωή αθάνατη. Γι’ αυτό αποτελούν γνήσια και διαχρονικά πρότυπα ανθρωπιάς και ηρωισμού.
Αλλά οι ήρωες εκείνοι θα μένουν αδικαίωτοι και αμάρτυροι, όσο ο αγώνας και η δική θυσία τους δεν γίνονται προσωπικό μας πρόβλημα Δεν μας προσφέρουν σήμερα τα όπλα τους. Αυτά είναι για το μουσείο. Μας προσφέρουν το αειθαλές μήνυμα ότι ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε παιδείας, δεν νοείται άνθρωπος έξω από τη συναίσθηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Αυτή η συναίσθηση συνιστά το αίτημα του ανθρώπου ως ανθρώπου. Και το μήνυμα παραμένει ενεργό όσο οι δυνάμεις της τυραννίας παραμένουν επίσης ενεργές μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Παραμένουν γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο πολιτικό σύστημα που κρίθηκε από την ιστορία και κατακρίθηκε από όλους τους συνετούς ανθρώπους της γης. Στη θέση του φασισμού της ιδεολογίας, ανθεί ο φασισμός της νοοτροπίας, της αντίληψης, της πρακτικής. Τον βλέπουμε σήμερα αλαζονικό και θρασύ, με ή χωρίς ταμπέλες, να κρύβει μέσα στην ωραιοποιημένη φρασεολογία του τις πιο ανίερες προθέσεις του. Μιλάει για ειρήνη και διεξάγει πολέμους στο όνομα της ελευθερίας για να αυξήσει τα κέρδη του, δοκιμάζοντας το οπλοστάσιό του πάνω σε ανθρώπινες ζωές. Κάνει λόγο για ελευθερία και μετέρχεται μεθόδους υποδούλωσης του ανθρώπου. Διακηρύττει τη δημοκρατία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβιάζει στοιχειώδη δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι αυτός ο φασισμός που για οικονομικούς λόγους θάβει στις χωματερές τα τρόφιμα που πλεονάζουν, τη στιγμή που συνάνθρωποί μας θάβονται γιατί δεν έχουν να φάνε. Είναι αυτός που εθελοτυφλεί μπροστά στη απροσμέτρητη αμετρία, οι μισοί άνθρωποι του πλανήτη να κινδυνεύουν να πεθάνουν από υπερσιτισμό και οι άλλοι μισοί από υποσιτισμό.
Τιμώντας αυτούς τους νεκρούς, επιτιμάμε τους κήρυκες του φασισμού, τους θιασώτες του φανατισμού, τους θιασώτες της βίας, τους εμπνευστές της μισαλλοδοξίας, τους εργάτες της πόλωσης, τους γυρολόγους των ποικίλων στρατεύσεων, τους Φαρισαίους, όπου κι αν ευδοκιμούν, στην πολιτική, στην Εκκλησία, στην πνευματική ηγεσία, στον επιστημονικό κόσμο, στην κοινωνία, οι οποίοι οδηγούν τεχνηέντως τη νεολαία στην απομάκρυνση από την πολιτική για προφανείς λόγους. Μόνο με τέτοιον προβληματισμό θα αναχθούμε σε διαπιστώσεις ωφέλιμες και προσανατολισμό σωστό, όχι με φωνές και πυροτεχνήματα.
Η αντίσταση ξεκινάει πρώτα από το μυαλό.
Ξημέρωνε 31 Ιουλίου 1944, ημέρα Δευτέρα. Μόλις το φως ανέτειλε, πρωτοαντίκρισε τα ορθάνοιχτα, ανύσταχτα και αδάκρυτα. νεκρά τους μάτια Ο υγρός ανασασμός του πρωινού πέρασε στα πρόσωπα, στα μαλλιά τους και στα κόκκινα δάκρυα των χορταριών, που τσακισμένα κι αυτά δίπλα κι ανάμεσα στα κορμιά, στόλιζαν αυτόν τον ματωμένο επιτάφιο της ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου