Τρίτη 19 Ιουλίου 2011
Έφυγε ο Βασίλης Μήτσου
Η οικογένεια του Παναιτωλικού θρηνεί την απώλεια μιας εκ των μεγαλύτερων μορφών που ανέδειξε ο Σύλλογος στην 85χρονη ιστορία του. Ο Βασίλης Μήτσου έφυγε από τη ζωή σκορπίζοντας θλίψη σε όλους μας, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν την κυανοκίτρινη φανέλα και συνέβαλε τα μέγιστα στις μεγάλες επιτυχίες, όπως η παρουσία του Παναιτωλικού στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα τη δεκαετία του ‘50.
Η ΠΑΕ Παναιτωλικός εκφράζει στους οικείους του τα θερμά συλλυπητήριά της. Αποφάσισε να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη του εκλιπόντος και να παραστεί αντιπροσωπεία του Δ.Σ. στην νεκρώσιμη ακολουθία που θα ψαλεί σήμερα Δευτέρα στις 6:30 το απόγευμα στον Ι.Ν. Αγ. Θωμά Αγρινίου.
Παραθέτουμε αφιέρωμα στον Βασίλη Μήτσου (στη φωτο αριστερά με τον "ΓΑΛΛΟ") που είχε γίνει στο επίσημο περιοδικό της ΠΑΕ Παναιτωλικός Yellow Power (τεύχος 6 της περασμένης αγωνιστικής σεζόν, σελ. 41) από τον πρόεδρο του Συλλόγου Παλαιμάχων Βασίλη Σταρακά:
BAΣΙΛΗΣ ΜΗΤΣΟΥ ή «Τσιλιλής», ή «Μαγυάρος»
Σήμερα η στήλη, με ιδιαίτερο σεβασμό στο πρόσωπό του, φιλοξενεί τον πληρέστερο – μέχρι σήμερα - ποδοσφαιριστή που φόρεσε και τίμησε την κίτρινη φανέλα! Ήταν αρχηγός, ηγέτης, τα «μάτια» του προπονητή στον αγωνιστικό χώρο, άριστος ανασταλτικός, οργανωτής και σκόρερ, που γοήτευε με την τεχνική του, την αγωνιστικότητα, το πάθος και την προσωπικότητα που έδειχνε σε κάθε παιχνίδι.
Μιλάμε φυσικά για τον πολυσύνθετο παλαίμαχο Βασίλη Μήτσου. Η πλειοψηφία των παλαιμάχων συμπαικτών του, αλλά και των φιλάθλων που τον έζησαν αγωνιζόμενο, συμφωνούν με τη γνώμη των: Νίκου Κουτσογιάννη, Λαμπρούκα, Φάνη Ζαρκαβέλη, Μήτσου Μπάκα, Βασίλη Ρόκου, Δημήτρη Μπάθα ότι, ο Βασίλης Μήτσου υπήρξε ο κορυφαίος των κορυφαίων του Παναιτωλικού μας, όλων των εποχών! Και η γνώμη του «ιπτάμενου» γκολκήπερ Θεόφιλου Ντόκα: «Ο Βασίλης ήταν η μεγαλύτερη ποδοσφαιρική μορφή στην 85χρονη ιστορία του ένδοξου Συλλόγου μας».
Ο Βασίλης Μήτσου γεννήθηκε το 1934 στο χωριό Κτηστάδες του νομού Άρτας, κοντά στα Πράμαντα Τζουμέρκων. Οι γονείς του – όπως και ο ίδιος -, οπαδοί της Αντίστασης, απειθαρχίας, ανυπακοής και ρήξης, έφυγαν κυνηγημένοι από το χωριό, κατά τη διάρκεια της κατοχής και βρήκαν «απάγγειο» για δύο χρόνια στη Γαβαλού Μακρυνείας. Από κοντά βέβαια και τα τέσσερα παιδιά τους. Έπειτα μετακόμισαν, μόνιμα στο Αγρίνιο, και πολύ κοντά στο γήπεδό μας.
«Την παιδική μου ηλικία μη μου τη θυμίζεις καθόλου…» μου είπε, «…γιατί δώδεκα χρονών, πάνω στη δίνη του εμφυλίου σπαραγμού, εκτέλεσαν τον μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφό μου – 23 ετών – τον Γάκια (Γιώργο). Μαζί του χάθηκε και το χαμόγελό μου».
Γυρίζω τη συζήτηση στα 1954-55, όταν ο Παναιτωλικός έκανε τη μεγαλύτερη επιτυχία του μέχρι σήμερα, με τη συμμετοχή του στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, ανάμεσα στις καλύτερες ομάδες της χώρας μας.
«Ήμουν κι εγώ μέλος εκείνης της μεγάλης ομάδας…», μου λέει με ταπεινοφροσύνη αλλά και υπερηφάνεια, «…παρόλο που ήμουν είκοσι χρονών».
Όσοι βέβαια έζησαν τον άθλο του Παναιτωλικού μας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Βασίλης δεν ήταν ένα απλό μέλος της μεγάλης αυτής ομάδας αλλά μαζί με το «Γάλλο», οι βασικοί συντελεστές της μοναδικής εκείνης επιτυχίας. Άλλωστε, με τη λήξη του πρωταθλήματος αυτού, έγινε το «μήλο της έριδος» των σωματείων του κέντρου.
Το πρώτο επίσημο δελτίο ο Βασίλης το υπέγραψε στον νεοσύστατο – τότε – Αστέρα Αγρινίου, σε ηλικία 15 ετών (το γήπεδο του Αστέρα ήταν στον Άγιο Δημήτριο, εκεί ακριβώς που σήμερα είναι τα Δικαστήρια).
Μαζί με το Βασίλη, υπέγραψε και ο παιδικός του φίλος και συνομήλικος ο Τάκης – Χρίστος Μπάθας, ένας «Μότσαρτ» της μπάλας, όπως τον αποκαλούσε ο Βασίλης. Τα δύο αυτά ταλέντα, τα εντόπισε στην πασίγνωστη στο Αγρίνιο τότε, αλάνα του «Ζούρκα» ο πρόεδρος του Αστέρα και μετέπειτα ένας από τους ιστορικότερους προέδρους του Παναιτωλικού μας,ο Βασίλης Καραθανάσης. (Η αλάνα ήταν πίσω από τη σκεπαστή μεγάλη εξέδρα του γηπέδου μας και ένα μέρος της αποτελούσαν η σημερινή πλατεία Παναιτωλικού και το Νηπιαγωγείο).
Μετά από δύο χρόνια, κατ’ απαίτηση των Αγρινιωτών φιλάθλων, ο Καραθανάσης αναλαμβάνει τα ηνία του Παναιτωλικού. Ο νέος πρόεδρος αμέσως παίρνει μαζί του και τα δύο «πουλαίν» του, που αποτελούν μαζί με το «Γάλλο» και Ρόκο μια ποιητική επιθετική τετράδα. Η εντεκάδα βέβαια είχε και άλλους ισάξιους ποδοσφαιριστές όπως ο Τζάνης, ο Μπισδούνης, ο Τσακούμης, ο Λάμπρος Ζαρκαβέλης, οι αδελφοί Μπάκα, ο Βασίλης Ακριτίδης κ.λπ.
Από τις πρώτες του ακόμη εμφανίσεις, η εξέλιξη του Βασίλη Μήτσου υπήρξε αλματώδης. Το τεράστιο ταλέντο του ξεδιπλώθηκε πολύ γρήγορα. Ένας πολυτάλαντος μπαλαδόρος που έπαιζε άνετα και τις δέκα θέσεις. Η βασική του ήταν κεντρικός χαφ. Ο Βασίλης ήταν πραγματικά ένα παλληκάρι στον αγωνιστικό χώρο, όχι μόνο εντός αλλά και εκτός έδρας. Το δε πάθος και η υπομονή του στον αγώνα ήταν παροιμιώδεις. Σε ηλικία 20 ετών ένιωσε την πανελλήνια καταξίωση και αποθέωση όταν επέστρεψε από τη Βουδαπέστη όπου πήρε μέρος ως βασικότατο μέλος της Εθνικής Νέων Ποδοσφαίρου, σε ευρωπαϊκό τουρνουά μεταξύ 16 χωρών. Ο Βασίλης, σύμφωνα και με τη Γαλλική εφημερίδα «ΕΚΙΠ», ανακηρύχθηκε ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της διοργάνωσης. Αυτόματα απέκτησε και το δεύτερο ψευδώνυμό του «Μαγυάρος». Το πρώτο «Τσιλιλής», του το χάρισαν οι γείτονες συμμαθητές του γιατί ήταν γνωστός τσιλιαδόρος στη γειτονιά του κατά την κατοχική περίοδο και ενημέρωνε… διάφορους για τις κινήσεις των Γερμανών, που ήταν εγκατεστημένοι στο Πάρκο.
Έφθασε όμως ο καιρός να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Φίλοι τον συμβουλεύουν για να αποφύγει τα «δύσκολα» Τάγματα και να μη διακοπεί για δύο χρόνια η καριέρα του, να μεταγραφεί σε ένα μεγαλύτερο Σωματείο. Ο Ολυμπιακός, που ασκούσε από καιρό μεγάλη πίεση στον ίδιο και τον Παναιτωλικό, τελικά τον απέκτησε (άλλωστε του ταίριαζε απόλυτα το κόκκινο της φανέλας). Έτσι στα 22 του χρόνια έγινε μέλος μιας «θρυλικής» ομάδας. Θυμάται και με συγκίνηση λέει: «Όταν έβγαινα βόλτα στο Πασαλιμάνι, Καστέλλα και σε άλλες Πειραιώτικες γειτονιές, γνώριζα αποθέωση και αυτόν το λαό τον έχω πάντα στην καρδιά μου».
Προπονητής του στον Ολυμπιακό ήταν μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο Ούγγρος «ΤΙΜΠΟΡ», προστάτης και θαυμαστής του Βασίλη.
«Στα μέσα της δεύτερης χρονιάς μου στο Λιμάνι, η διοίκηση έδιωξε κακήν κακώς τον δάσκαλο προπονητή, με τον οποίο ήμουν και συναισθηματικά δεμένος. Ήταν μια… επιτυχία της κλίκας ορισμένων συμβούλων και ποδοσφαιριστών. Τότε πήρα κι εγώ την απόφασή μου. Αδράνησα τελείως για το σωματείο και όταν τελείωσα το στρατιωτικό μου, απαίτησα μεταγραφή. Την πήρα πολύ εύκολα γιατί είχα και τη συμπαράσταση της… κλίκας των ποδοσφαιριστών, που δεν με είδαν ποτέ με καλό μάτι».
Ο Βασίλης, σε όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, αποτελούσε μόνιμο και αναντικατάστατο μέλος της Εθνικής Ενόπλων.
Ξαναήρθε, λοιπόν, στον Παναιτωλικό «για τον οποίο χτυπούσε μόνιμα η καρδιά μου», λέει. Εδώ τον περίμενε μια θέση στο Λογιστήριο του ΚΤΕΛ και τα απογεύματα ασχολούνταν με την πώληση υγραερίου «Ατζιπ-Γκαζ». Αργότερα, σ’ αυτό το στέκι που ήταν στο Συντριβάνι, λειτούργησε και πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ. Η άδεια ήταν στο όνομα της λατρεμένης του Ελένης Αντωνάτου, με την οποία παντρεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Απέκτησαν δύο γιους και μία κόρη. (Η Ελένη «έφυγε» πριν δεκατρία χρόνια).
Η επαγγελματική και ποδοσφαιρική του καριέρα διακόπτεται «βίαια» από την κυβέρνηση των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967. Μετά την αποφυλάκισή του, επειδή όπως είπε, δεν μπορούσε να ζήσει «γονατιστός», έφυγε οικογενειακώς – μαζί βέβαια και τα τρία ανήλικα παιδιά του – για το Τορόντο του Καναδά. Εργάστηκε πολύ σκληρά σε βυρσοδεψείο. Με τη μεταπολίτευση – 1974 – επιστρέφει στο Αγρίνιο και στη δουλειά του. Ο Βασίλης ασχολήθηκε και με την προπονητική σε διάφορες ερασιτεχνικές ομάδες της περιοχής μας. Τους εντός έδρας αγώνες του Παναιτωλικού, τους παρακολουθεί ανελλιπώς αλλά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την πορεία του. Στις ποδοσφαιρικές συζητήσεις μας εκφράζεται με θαυμασμό για τη μεταμόρφωση και προσωπικότητα που ο Σύλλογός μας απέκτησε τα τελευταία χρόνια. Επίσης για την αγάπη και σεβασμό που το Διοικητικό Συμβούλιο της ΠΑΕ και του Ερασιτέχνη, δείχνουν στα μέλη του Συλλόγου Παλαιμάχων.
Απάντησε σε πάρα πολλές ερωτήσεις. Λόγω χώρου, αναφέρω μόνο την τελευταία. Σε ερώτηση, λοιπόν, ποιον ποδοσφαιριστή θαύμαζε, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη απάντησε: «Τη σημαία μας, τον Γάλλο»!!!
Βασίλης Σταρακάς
Πρόεδρος Παλαιμάχων
Ποδοσφαιριστών Παναιτωλικού
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου