του Κ. Καστρινού
Εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της σκληρής δοκιμασίας του Ελληνισμού, όπως σ’ όλο το Βιλαέτι των Ρωμιών, έτσι και στο Αγγελόκαστρο Αγρινίου πολλοί δεν άντεχαν να ζουν «τσουτσέκια» στον Αγά και στο Τούρκο αφέντη, πήραν των ομματιών τους, και βγήκαν στο κλαρί και το μεϊντάνι κλέφτες κι Αρματολοί.
Ένας από δαύτους ήταν κι ο Αγγελοκαστρίτης ο Μήτρος ο Βίδρας ή Γαλιάτσος ο Μήτραρος όπως τον είπανε αργότερα στο Ασκέρι του Μήτσου του Μακρή που είχε καπιτανάτο και Αρματολίκι δίπλα απ’ το χωριό, επάνω στο βουνό Αράκυνθο ή Ζυγό.
Εκείνες τις μέρες το λοιπόν λίγο πριν το μεγάλο του έθνους το ξεσηκωμό, ετούτο το θεριό ο Μήτραρος, το πήρε απόφαση να κατεβεί για λίγο στο Αγγελόκαστρο, ν’ ανάψει ένα κερί στο Παντοκράτορα να πάει καλά ο σηκωμός, και για να χαιρετήσει ίσως για τελευταία πια φορά εκείνο το κουφάρι τη μάνα του που του ’χε απομείνει στο χωριό.
Νύχτα διάβηκε απ’ τα ορεινά χωριά τις στάνες και τους μικρομαχαλάδες, παλιά σ’ αυτόν γνωστά λημέρια. Τον αλυχτούσαν τα σκυλιά και τον προγκούσαν φοβισμένοι οι τσοπαναραίοι, ότι ήταν λέει ληστές και κατσαπλίαδες, φονιάδες και αγρίμια όλοι ετούτοι εδώ.
– Εχ μωρέ Μήτρο σκέφτηκε. Μπαίγνιο και ρεζίλι των σκυλιών κατάντησες. Το λογικό του στέρεψε μέρες και νύχτες στα κατσάβραχα. Λιώσανε τα τσαρούχια, και οι πατούσες του πέτσωσαν σαν το καβούκι της χελώνας. Κουρέλιασε η φουστανέλα, πόναγαν τ’ αχαμνά και είδε πολλές φορές πως κατουρούσε αίμα.
Βρήκε ένα γιατάκι σε μια σπηλιά όξω απ’ το χωριό στο Μπαλιαλία κι άραξε να ξεκλέψει καμιά ώρα ύπνο εκεί. Το κρεβάτι του χώμα και το λιθάρι προσκεφάλι του. Τον τσίγκλησε πάλι εκείνος ο πόνος στα νεφρά, και δάγκωσε ανήμπορος το χέρι του. - Ωχ μάνα μου!Φωνή άγρια έκοψε το λογισμό του.
-Που’σαι ωρέ Μήτρο κατσαπλιά. Σ’ έχουμε στο ντορό και σε κυκλώσαμε. Δήλωσε υποταγή, μέχρι εδώ ήτανε τα καμώματά σου. Μπάμ… έπεσε και η πρώτη μπαταριά.
- Δε μιλάς α! Χέστικες απάνω σου κιοτή. Να δούμε τώρα που είναι ο αντρισμό σου;
Το Ρωμαίικο του αίμα χοχλάκιασε. Άγριος έτσι στητός πολέμαρχος, με το μαύρο λερό μαντήλι κεφαλόδεσμο, βγήκε στο έμπα της σπηλιάς.
–Ποιος είπε ωρέ πως κιότεψε ο Μήτραρος; Εδώ είμαι, ελάτε πουσταριά για να λογαριαστούμε.
Αστράφτανε τα μάτια του σαν του λύκου, κι απέναντι το τούρκικο το τσούρμο, καλύφτηκε πίσω απ’ τα τσουγκάρια για μια στιγμή. Σήκωσε έπειτα το γκρα και πυροβόλησε πρώτος. –Ώου άκουσε μια πονεμένη κραυγή.
-Μήτραρε κατσαπλιά εσύ το θέλησες, ούρλιαξε αυτός που είχε το πρόσταγμα. Φωτιά… Απάνω του!
Πέσαν τα σμπάρα ομαδικά και το λιωμένο σίδερο άρχισε να τον καίει.
-Βαράτε το σκυλί πρόσταξε ο επικεφαλής. Λίγο ακόμα και τον φάγαμε.
-Καλός να ‘ρθείτε! Χούγιαξε ο Μήτραρος, άστραψε και βρόντηξε και χύθηκε απάνω τους με το κοφτερό του γιαταγάνι. Στα δέκα μέτρα κάπου πεδουκλώθηκε, μέχρι να ’ρθει η φωτιά και να τον κατακάψει κατάστηθα.
–Πάει το παλιόσκυλο! Είπε ένας μαύρος τουρκαλάς και με το πόδι αναποδογύρισε το πτώμα του. -Δέστε τον πίσω από τη μούλα με την τριχιά, να τον πάμε σέρνοντας στο χωριό, είπε ο βαθμοφόρος του αποσπάσματος.
Ξημερώματα βρόντηξαν τ΄ άψυχο κορμί έξω απ’ το φουρνοκάλυβο της μάνα του. Έριξαν δυο μπαταριές, και τράβηξαν για το κονάκι του Αγά. Βγήκε απ’ τη πόρτα της καλύβας η χαροκαμένη μάνα, έπεσε κλαίγοντας πάνω στο κατατσακισμένο το κορμί, το χάιδευε και το μοιρολογούσε.
– Όϊ Μήτρο μου τι σου ’λαχε. Σε ’φάγαν οι αγαρηνοί λεβέντη μου.
Μετά σηκώθηκε, πήρε το σκοτωμένο στο καλύβι, τον έπλυνε με λάδι και κρασί να καθαρίσουν οι πληγές από τα χώματα, έκλεισε τ’αγριεμένα μάτια του, κι έκανε το σταυρό της. Ύστερα, άναψε ένα καντήλι στο κεφάλι του, κάθισε κατάχαμα δίπλα από το σλάχνο της, κι άρχισε το πικρό το μοιρολόϊ.
Μπούτιβας Κώστας – Καστρινός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου