Γράφει ο Βασίλης Σαμπράκος
Χθες (8/5/11) επέλεξα να μη μείνω στο γραφείο για να παρακολουθήσω τον τελικό της Euroleague ή τα πλέι οφ της Σούπερ Λίγκας. Επέλεξα, ευτυχώς για μένα, να πεταχτώ στο Αγρίνιο. Για να πάρω την καλύτερη εμπειρία που είχα σε ελληνικό γήπεδο στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Για να δω μια πόλη που είχε βάλει τα καλά της, σαν να επρόκειτο για εθνική γιορτή. Να δω ανθρώπους ηλικίας από περίπου 5 έως περίπου 85 ετών να πηγαίνουν στο γήπεδο. Για να ψυχαγωγηθούν, για να χαρούν και, κυρίως, για να εμπνευστούν. Να πάρουν κουράγιο για τη δύσκολη ζωή από το καλύτερο πράγμα που συμβαίνει στο Αγρίνιο αυτή την εποχή: το κίτρινο, το μπλε, πανικός ολέ ολέ.
Εγραφα πριν από περίπου τρία χρόνια ότι στο ποδόσφαιρο αυτού του τόπου, του ελληνικού, έχουν λιγοστέψει οι ομάδες που έχουν νόημα ύπαρξης. Οχι μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια. Αυτή η τελευταία είναι που έχει μεγαλύτερη ανάγκη το ποδόσφαιρο, συγκριτικά με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που έχουν χορτάσει, βαρεθεί, κορεστεί, ακόμη και σιχαθεί το ποδόσφαιρο.
Περισσότεροι από έξι χιλιάδες άνθρωποι τραγουδούσαν και χαίρονταν, συγκινούνταν και μόνο στην ιδέα ότι θα καμαρώσουν την αγαπημένη ομάδα τους στην κορυφαία κατηγορία έπειτα από 33 χρόνια. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο διαφημιστικό για την καμπάνια της Σούπερ Λίγκας από τη χθεσινή εικόνα που συνάντησα στο Αγρίνιο. Τους έβλεπες, ένιωθες τη χαρά τους και νόμιζες ότι επρόκειτο για ποδοσφαιρόφιλους που ετοιμάζονταν να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ακουγες τους πιτσιρικάδες να μιλούν για τον Θεοδωρίδη και νόμιζες ότι επρόκειτο για τον Μέσι. Διότι αυτό είναι ο Παναιτωλικός στα μάτια και στην καρδιά των οπαδών του. Το καμάρι της πόλης, της περιοχής. Η ζωντανή διαφήμιση του τόπου τους. «Α' Εθνική, θέλω να σε δω και να τρελαθώ...».
Ηταν μεγάλη χαρά μου και μεγάλη τύχη μου που βρέθηκα χθες στο Αγρίνιο. Θυμήθηκα γιατί λάτρεψα από μικρό παιδί το ποδόσφαιρο. Θα έπρεπε, οι Αθηναίοι, να το βάλουμε στόχο να ταξιδεύουμε για ποδόσφαιρο στην επαρχία. Για να ανακαλύψουμε ξανά, να ξαναβρούμε τη χαρά του ποδοσφαίρου. Να νιώσουμε ξανά θετικά συναισθήματα από το ποδόσφαιρο. Σαν να πηγαίνουμε σε γιορτή, όχι σε κηδεία.
Ποδόσφαιρο χωρίς μπράβους, χωρίς λαμόγια, χωρίς φυσούνες, χωρίς ΜΑΤ, χωρίς επεισόδια. Με κόσμο που παραδίδει μαθήματα αγάπης προς την ομάδα και συμπεριφοράς γεμάτης πολιτισμό. Τριάντα τρία χρόνια την περίμεναν αυτήν τη στιγμή. Κι όμως, έμειναν έξω από τον αγωνιστικό χώρο, για να μη χαλάσουν τη γιορτή των ποδοσφαιριστών. Και έπειτα έκαναν... ντου. Οι πιτσιρικάδες, τα παιδάκια, για να χαιρετήσουν τα ινδάλματά τους. Οχι οι κάφροι για να δείρουν τους ποδοσφαιριστές.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που ανατρίχιασα σε ελληνικό γήπεδο ή, έστω, σε παιχνίδι με ελληνικές ομάδες. Ή μάλλον θυμάμαι. Ηταν 2004 και ήμουν στην Πορτογαλία. Από τότε έψαχνα να βρω νόημα στις επισκέψεις μου σε γήπεδα. Γι' αυτό ήταν μεγάλη τύχη μου που βρέθηκα χθες στο Αγρίνιο. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για την προσπάθεια του Φώτη Κωστούλα και το παράδειγμα που δίνει αυτή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν έχουν όμως πλέον ανάγκη από ενθάρρυνση οι άνθρωποι που «τρέχουν» τον Παναιτωλικό. Τα κατάφεραν. Και ξέρουν πια τον δρόμο. Αυτές τις μέρες ξεκινούν τα έργα για την επέκταση του γηπέδου. Αν έχουν ανάγκη από κάτι, αυτό είναι, το έγραφε τις προάλλες ο Αλέξης Σπυρόπουλος, από «καθαρό» κεφάλι. Και μακριά από τα λαμόγια!
Χθες (8/5/11) επέλεξα να μη μείνω στο γραφείο για να παρακολουθήσω τον τελικό της Euroleague ή τα πλέι οφ της Σούπερ Λίγκας. Επέλεξα, ευτυχώς για μένα, να πεταχτώ στο Αγρίνιο. Για να πάρω την καλύτερη εμπειρία που είχα σε ελληνικό γήπεδο στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Για να δω μια πόλη που είχε βάλει τα καλά της, σαν να επρόκειτο για εθνική γιορτή. Να δω ανθρώπους ηλικίας από περίπου 5 έως περίπου 85 ετών να πηγαίνουν στο γήπεδο. Για να ψυχαγωγηθούν, για να χαρούν και, κυρίως, για να εμπνευστούν. Να πάρουν κουράγιο για τη δύσκολη ζωή από το καλύτερο πράγμα που συμβαίνει στο Αγρίνιο αυτή την εποχή: το κίτρινο, το μπλε, πανικός ολέ ολέ.
Εγραφα πριν από περίπου τρία χρόνια ότι στο ποδόσφαιρο αυτού του τόπου, του ελληνικού, έχουν λιγοστέψει οι ομάδες που έχουν νόημα ύπαρξης. Οχι μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στην περιφέρεια. Αυτή η τελευταία είναι που έχει μεγαλύτερη ανάγκη το ποδόσφαιρο, συγκριτικά με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που έχουν χορτάσει, βαρεθεί, κορεστεί, ακόμη και σιχαθεί το ποδόσφαιρο.
Περισσότεροι από έξι χιλιάδες άνθρωποι τραγουδούσαν και χαίρονταν, συγκινούνταν και μόνο στην ιδέα ότι θα καμαρώσουν την αγαπημένη ομάδα τους στην κορυφαία κατηγορία έπειτα από 33 χρόνια. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο διαφημιστικό για την καμπάνια της Σούπερ Λίγκας από τη χθεσινή εικόνα που συνάντησα στο Αγρίνιο. Τους έβλεπες, ένιωθες τη χαρά τους και νόμιζες ότι επρόκειτο για ποδοσφαιρόφιλους που ετοιμάζονταν να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ακουγες τους πιτσιρικάδες να μιλούν για τον Θεοδωρίδη και νόμιζες ότι επρόκειτο για τον Μέσι. Διότι αυτό είναι ο Παναιτωλικός στα μάτια και στην καρδιά των οπαδών του. Το καμάρι της πόλης, της περιοχής. Η ζωντανή διαφήμιση του τόπου τους. «Α' Εθνική, θέλω να σε δω και να τρελαθώ...».
Ηταν μεγάλη χαρά μου και μεγάλη τύχη μου που βρέθηκα χθες στο Αγρίνιο. Θυμήθηκα γιατί λάτρεψα από μικρό παιδί το ποδόσφαιρο. Θα έπρεπε, οι Αθηναίοι, να το βάλουμε στόχο να ταξιδεύουμε για ποδόσφαιρο στην επαρχία. Για να ανακαλύψουμε ξανά, να ξαναβρούμε τη χαρά του ποδοσφαίρου. Να νιώσουμε ξανά θετικά συναισθήματα από το ποδόσφαιρο. Σαν να πηγαίνουμε σε γιορτή, όχι σε κηδεία.
Ποδόσφαιρο χωρίς μπράβους, χωρίς λαμόγια, χωρίς φυσούνες, χωρίς ΜΑΤ, χωρίς επεισόδια. Με κόσμο που παραδίδει μαθήματα αγάπης προς την ομάδα και συμπεριφοράς γεμάτης πολιτισμό. Τριάντα τρία χρόνια την περίμεναν αυτήν τη στιγμή. Κι όμως, έμειναν έξω από τον αγωνιστικό χώρο, για να μη χαλάσουν τη γιορτή των ποδοσφαιριστών. Και έπειτα έκαναν... ντου. Οι πιτσιρικάδες, τα παιδάκια, για να χαιρετήσουν τα ινδάλματά τους. Οχι οι κάφροι για να δείρουν τους ποδοσφαιριστές.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που ανατρίχιασα σε ελληνικό γήπεδο ή, έστω, σε παιχνίδι με ελληνικές ομάδες. Ή μάλλον θυμάμαι. Ηταν 2004 και ήμουν στην Πορτογαλία. Από τότε έψαχνα να βρω νόημα στις επισκέψεις μου σε γήπεδα. Γι' αυτό ήταν μεγάλη τύχη μου που βρέθηκα χθες στο Αγρίνιο. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά για την προσπάθεια του Φώτη Κωστούλα και το παράδειγμα που δίνει αυτή στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν έχουν όμως πλέον ανάγκη από ενθάρρυνση οι άνθρωποι που «τρέχουν» τον Παναιτωλικό. Τα κατάφεραν. Και ξέρουν πια τον δρόμο. Αυτές τις μέρες ξεκινούν τα έργα για την επέκταση του γηπέδου. Αν έχουν ανάγκη από κάτι, αυτό είναι, το έγραφε τις προάλλες ο Αλέξης Σπυρόπουλος, από «καθαρό» κεφάλι. Και μακριά από τα λαμόγια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου