(Τούτη τη μεγάλη μέρα της τότε εθνικής συσπείρωσης, πάντα τα τελευταία χρόνια γράφω κάτι από αφηγήσεις που άκουγα μικρός στο χωριό (Αγγελόκαστρο Αγρινίου) για το μεγάλο εκείνο έπος του 40, τότε που ακόμα οι μνήμες ήτανε νωπές, από ανθρώπους που είχανε ζήσει από κοντά τα γεγονότα.
Άλλο ένα τέτοιο διήγημα απ’ τον τόπο μας, από μια αφήγηση της βάβως της Κώσταινας - Θεός σχορέστη - από εκείνη την εποχή, σκάρωσα και σας παραθέτω και φέτος, έτσι να μένουν οι μνήμες ζωντανές, μ’ όλα αυτά που έχει τραβήξει τούτος ο τόπος.)
Τούτη εδώ η καλιακούδα η μάνα η Αγγελοκαστρίτισα , σαν έμαθε το κακό χαμπέρι για το μοναχογιό της, ότι λαβώθηκε βαριά επάνω εκεί στ’ Αλβανικά βουνά, σάλεψαν τα λογικά της.
Κι έρχονταν λέει κάθε μέρα, και κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, που ήτανε η «βαγόνα» τότε, στου Αχελώου την περαταριά, κάπου εκεί κοντά στη Ρίγανη, που στένευε λίγο το ποτάμι, και παρακάλαγε τους περαταδιάρηδες να την περάσουνε απέναντι να πάει να βρει στο μέτωπο το μοναχογιό της.
Και πετροβόλαγε, και έβριζε τον πόλεμο, και σε λίγο καιρό την έμαθαν όλοι στα γύρω χωριά και την έδειχναν με το δάχτυλο.
-«Ήρθε πάλι η Καλιακούδα» είπε μια μέρα ένας περαταριάρης! Κι έτσι της έμεινε: η Καλιακούδα.
Κείνη κάθονταν στον όχθο του ποταμού, πότε ήσυχη και πότε αλαφιασμένη, ώρες ντάλα στο λιοπύρι η τη βροχή με το μαυρομάντηλο στο κεφάλι, κι όλο παρακάλαγε, να την περάσουνε αντίπερα. Και τη ρούφαγε ο πόνος και μαραίνονταν και κάτσιαζε μέρα με τη μέρα. Καμιά φορά παραμίλαε λόγια δικά της, κι ύστερα βυθίζονταν πάλι σε μαύρες σκέψεις.
Πολλά βράδια σαν άναβαν τα μικρά φωσάκια αντίκρυ στα καραγκούνικα χωριά, έβγανε τη μαντίλα, την έβαζε για προσκεφάλι, και την έπαιρνε ο ύπνος εκεί επάνω στα χαλίκια του Ασπροπόταμου. Την άλλη μέρα πριν βγει ο ήλιος εκεί αυτή, στη θέση της μπροστά απ’ την περαταριά.
-Ήρθε. Νάτη! Λέγαν οι περαταριάρηδες, κι ύστερα έπιαναν το συρματόσχοινο της «βαγόνας».Αφήστε την, δουλειά μας εμείς.
Κι η μάνα εκεί μαρμαρωμένη φιγούρα, με τις σκισμένες παντόφλες πάνω στα χοντρά χαλίκια, ασάλευτη σα στοιχειωμένη. Μόνο μια Πέμπτη πρωί, ζύγωσε ταραγμένη, χειρονομούσε, πάλευε κι ήτανε έτοιμη να μπει μες το ποτάμι. Τα μάτια της αγριεμένα αντίκριζαν θαρρείς ποιος ξέρει τι, κι ήταν θολά γεμάτα δάκρυα.
-Μη σκυλιά! Έμπηξε άγρια φωνή. Τι σας έφταιξε ο γιός μου. Ωχ! παιδί μου , παιδάκι μου.
Κι είχε ένα κατέβασμα εκείνη τη μέρα το ποτάμι, που χύμαγε θολό και άγριο επάνω στις Ιτιές, και στριφογύριζε κάνοντας ρουφήχτρες και ξερνώντας πάνω στα χαλίκια κορμούς ολόκληρους από δέντρα.
-Γερά το σύρμα! Φώναζαν οι περαταριάριδες. Όρτσα μωρέ να δέσουμε θα μας πάρει κάτω. Τι είναι τούτο το σημερινό; Δευτέρα παρουσία έρχεται; Τηράτε τον ουρανό! Γερά μωρέ για να γλυτώσουμε. Βάλε το χέρι σου αφέντημ Παντοκράτορα!
Κατράμι σύννεφα σ’ όλο τον κάμπο γέμιζαν τον ουρανό, κι από τον «Παλιαλία» κουτρουβαλούσαν αστραπόβροντα. Κι έπιασε μια χοντρή βροχή,«τσίγαλο» σκέτο οι ψιχάλες τις, κι ένα χοντρό χαλάζι σαν καρύδια. Κι έσμιξε το ποτάμι με τον ουρανό κι έγιναν ένα. Και πλημύρισε όλος ο κάμπος πέρα ως το Σταθμό, με κατακόκκινο νερό από το κεραμιδαριό του Μπρούμα. Κι έμοιαζε τούτο το νερό, σαν αίμα, πίκρα και χολή. Και μες σε τούτη τη βαβούρα, φώναξε ένας μαυριδερός ξυπόλητος περαταριάρης.
-Τηράτε ορέ τη Καλιακούδα! Το ’χασε καταντίπ. Πιάστε την. Ορμάει στο ποτάμι να πνιγεί.Τρέξαν δυο τρείς για να τη συγκρατήσουνε.
-Το παιδί μου! Έβαλε εκείνη τη στριγλιά, κι εκείνοι ανατριχιασμένοι αναμέρισαν.
-Φευγάτε ορέ! Τι να την κάνει τώρα τη ζωή. Είπε ο μπάρμπα Γεράσιμος ο Μάκας. Τα κόκαλά του τ΄ άφησε στην Αλβανία για τη Πατρίδα ο λεβέντης της. Αφήστε την να πάει να τον βρει.
Τ’ άλλο πρωί, ο Αχελώος ξέρασε κάτω εκεί που απλώνει λίγο, στο χωριό Γουριά, ένα καταξεσκισμένο γέρικο μαυριδερό κουφάρι. Ήταν η «Καλιακούδα» η μάνα η Αγγελοκαστρίτισα, που πήγαινε να ανταμώσει το μοναχοπαίδι της.
Αχ ! Μωρή Πατρίδα μαύρη τα πάθη μας.
Μπούτιβας Κώστας - Καστρινός
(Η φωτογραφία είναι μια ξυλογραφία της Αιτωλικιώτισσας χαράκτριας Βάσως Κατράκη.)
http://aggelokastro-news-aggelokastro.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου