Πολλές φορές αισθανόμουν την επιθυμία να γράψω για όλη αυτή την ιεροτελεστία που λέγεται ΚΑΠΝΟΣ. Τώρα που όλα αυτά τα περασμένα χάνονται στη λήκυθο των αναμνήσεων, φαίνεται οτι ωρίμασαν και πρέπει να αποτυπωθούν σε μία κόλλα χαρτί για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να μην ξεχνούν οι παλιότεροι.
Για μερικούς που δεν την βίωσαν αυτή την σκληρή δουλειά, ίσως να μην τους αγγίζει. Υπάρχουν όμως και αυτοί που είναι συνοδοιπόροι και σε αυτούς απευθύνομαι που σίγουρα θα τους ταξιδέψει κάποιες δεκαετίες στο παρελθόν.
Και αναπολώ πολλές φορές τα λόγια του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη:
Καλότυχοι μου χωρικοί
Ζηλεύω την ζωή σας
Την απλοϊκή σας την ζωή
Πώχει περίσσιες χάρες.
Αυτή την απλοϊκή ζωή βιώσαμε και εμείς στην δεκαετία του 70. Μια ζωή πολύ σκληρή γιατί είχε να κάνει με την καλλιέργεια του καπνού. Τους ωραιότερους μήνες του χρόνου –Άνοιξη, Καλοκαίρι- εμείς τους περνούσαμε με σκληρή δουλειά, με ατελείωτο ωράριο και αυπνία.
Πριν καλά καλά προλάβουμε να τελειώσουμε το σχολείο ,άρχιζε το μάζεμα του καπνού. Όλοι έπαιρναν μέρος σε αυτή την δουλειά. Νέοι, γέροι, παιδιά μωρά μέσα στην κούνια.
Το ρολόι χτυπούσε στις τέσσερις, πολλοί δε ξυπνούσαν από τις τρεις για τις πιό μακρινές αποστάσεις.
Εμάς η μητέρα μου δεν έβαζε ποτέ το ρολόι. Προτιμούσε να μας ξυπνάει μόνη της, έτσι γλυκομίλητη καθώς ήταν. Παιδάκια ώρα να ξυπνήσουμε. Άντε και κοντεύουμε να τελειώσουμε. Οι αδελφές μου ήταν μικρότερες από μένα , σηκώνονταν ντύνονταν αμίλητες και αγουροξυπνημένες. Πόσο τις λυπόμουν!
Και τί δεν θα έδινα να μην τις ξυπνούσα, αλλά σκεφτόμουν επίσης και τον πατέρα μου και την μητέρα μου. Ο πατέρας ήταν ήδη ξύπνιος και έτοιμος για αναχώρηση. Πολλές φορές η μητέρα φορτωνόταν στο κεφάλι της δύο μεγάλες καλάθες, που θα βάζαμε μέσα τον καπνό. Άλλες φορές φορτώναμε τον γαιδαράκο που είχαμε- Ματσούλα τον λέγαμε- και ξεκινούσαμε.
Έξω στους δρόμους γινόταν πανηγύρι. Όλοι στα όπλα για το μάζεμα του καπνού. Πριν ξημερώσει καλά καλά φορτώναμε τις καλάθες γεμάτες καπνό.Αυτή η διαδικασία ήθελε πολύ δύναμη και η δεύτερη αδελφή μου, η οποία ήταν πιο δυνατή, έβγαζε σε πέρας το φόρτωμα βάζοντας όλες της τις δυνάμεις.
Σημειωτέον, όλες προσπαθούσαμε τα μάλα για να μην αισθανθεί ο πατέρας απογοήτευση που δεν είχε αγόρι. Άλλες εποχές , άλλες αντιλήψεις. Πολλές φορές ο πατέρας πήγαινε τρία ή τέσσερα φορτώματα.
Η μάνα μας ενώ μάζευε τον καπνό τραγουδούσε, παρασέρνοντας κι εμάς μαζί με τον πατέρα. Οι φωνές μας αντάμωναν με τα αηδόνια και αντιλαλούσαν οι ρεματιές. Οι γείτονες δεν παράλειπαν να μας επευφημούν και να μας θαυμάζουν. Πολλές φορές ανυπομονούσαμε με τις αδελφές μου να δούμε αν βγήκε ο Αυγερινός και η Πούλια.
Στη σελήνη , στα αστέρια, στο άπειρο της νιότης που υπόσχεται τόσα πολλά για το αύριο. Έπρεπε να φωνάξει κάποιος από τους γονείς για να ανασκύψουμε για το μάζεμα του καπνού.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, στέλνοντας τις ζεστές του ακτίνες στη γη, είχαμε πια αποκάμει. Άρχιζε η επιστροφή. Παρ΄ όλη την τόση κούραση, το ξενύχτι, την ταλαιπωρία αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση, τόση γαλήνη που μέχρι σήμερα δεν την έχω αισθανθεί.
Αναλογίζομαι πολλές φορές στις μέρες μας , που οι άνθρωποι έχουν τόσες ανέσεις δεν νιώθουν αυτή την γαλήνη, την ψυχική ηρεμία που νιώθαμε εμείς, τόση που ίσως ζήλεψε κι ο ποιητής γιατί ίσως κάποιο βράδυ συνάντησε μερικούς από μας να γυρίζουν από τα κτήματα με αυτή την γαλήνια έκφραση που δεν μετριέται με τίποτα, δεν αγοράζεται με τίποτα.
Υ.Γ.: Το παραπάνω είναι γραμμένο από μια Καινουργιώτισσα που μένει στην Αθήνα.
από http://thestieishistory.blogspot.gr/
Για μερικούς που δεν την βίωσαν αυτή την σκληρή δουλειά, ίσως να μην τους αγγίζει. Υπάρχουν όμως και αυτοί που είναι συνοδοιπόροι και σε αυτούς απευθύνομαι που σίγουρα θα τους ταξιδέψει κάποιες δεκαετίες στο παρελθόν.
Και αναπολώ πολλές φορές τα λόγια του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη:
Καλότυχοι μου χωρικοί
Ζηλεύω την ζωή σας
Την απλοϊκή σας την ζωή
Πώχει περίσσιες χάρες.
Αυτή την απλοϊκή ζωή βιώσαμε και εμείς στην δεκαετία του 70. Μια ζωή πολύ σκληρή γιατί είχε να κάνει με την καλλιέργεια του καπνού. Τους ωραιότερους μήνες του χρόνου –Άνοιξη, Καλοκαίρι- εμείς τους περνούσαμε με σκληρή δουλειά, με ατελείωτο ωράριο και αυπνία.
Πριν καλά καλά προλάβουμε να τελειώσουμε το σχολείο ,άρχιζε το μάζεμα του καπνού. Όλοι έπαιρναν μέρος σε αυτή την δουλειά. Νέοι, γέροι, παιδιά μωρά μέσα στην κούνια.
Το ρολόι χτυπούσε στις τέσσερις, πολλοί δε ξυπνούσαν από τις τρεις για τις πιό μακρινές αποστάσεις.
Εμάς η μητέρα μου δεν έβαζε ποτέ το ρολόι. Προτιμούσε να μας ξυπνάει μόνη της, έτσι γλυκομίλητη καθώς ήταν. Παιδάκια ώρα να ξυπνήσουμε. Άντε και κοντεύουμε να τελειώσουμε. Οι αδελφές μου ήταν μικρότερες από μένα , σηκώνονταν ντύνονταν αμίλητες και αγουροξυπνημένες. Πόσο τις λυπόμουν!
Και τί δεν θα έδινα να μην τις ξυπνούσα, αλλά σκεφτόμουν επίσης και τον πατέρα μου και την μητέρα μου. Ο πατέρας ήταν ήδη ξύπνιος και έτοιμος για αναχώρηση. Πολλές φορές η μητέρα φορτωνόταν στο κεφάλι της δύο μεγάλες καλάθες, που θα βάζαμε μέσα τον καπνό. Άλλες φορές φορτώναμε τον γαιδαράκο που είχαμε- Ματσούλα τον λέγαμε- και ξεκινούσαμε.
Έξω στους δρόμους γινόταν πανηγύρι. Όλοι στα όπλα για το μάζεμα του καπνού. Πριν ξημερώσει καλά καλά φορτώναμε τις καλάθες γεμάτες καπνό.Αυτή η διαδικασία ήθελε πολύ δύναμη και η δεύτερη αδελφή μου, η οποία ήταν πιο δυνατή, έβγαζε σε πέρας το φόρτωμα βάζοντας όλες της τις δυνάμεις.
Σημειωτέον, όλες προσπαθούσαμε τα μάλα για να μην αισθανθεί ο πατέρας απογοήτευση που δεν είχε αγόρι. Άλλες εποχές , άλλες αντιλήψεις. Πολλές φορές ο πατέρας πήγαινε τρία ή τέσσερα φορτώματα.
Η μάνα μας ενώ μάζευε τον καπνό τραγουδούσε, παρασέρνοντας κι εμάς μαζί με τον πατέρα. Οι φωνές μας αντάμωναν με τα αηδόνια και αντιλαλούσαν οι ρεματιές. Οι γείτονες δεν παράλειπαν να μας επευφημούν και να μας θαυμάζουν. Πολλές φορές ανυπομονούσαμε με τις αδελφές μου να δούμε αν βγήκε ο Αυγερινός και η Πούλια.
Στη σελήνη , στα αστέρια, στο άπειρο της νιότης που υπόσχεται τόσα πολλά για το αύριο. Έπρεπε να φωνάξει κάποιος από τους γονείς για να ανασκύψουμε για το μάζεμα του καπνού.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, στέλνοντας τις ζεστές του ακτίνες στη γη, είχαμε πια αποκάμει. Άρχιζε η επιστροφή. Παρ΄ όλη την τόση κούραση, το ξενύχτι, την ταλαιπωρία αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση, τόση γαλήνη που μέχρι σήμερα δεν την έχω αισθανθεί.
Αναλογίζομαι πολλές φορές στις μέρες μας , που οι άνθρωποι έχουν τόσες ανέσεις δεν νιώθουν αυτή την γαλήνη, την ψυχική ηρεμία που νιώθαμε εμείς, τόση που ίσως ζήλεψε κι ο ποιητής γιατί ίσως κάποιο βράδυ συνάντησε μερικούς από μας να γυρίζουν από τα κτήματα με αυτή την γαλήνια έκφραση που δεν μετριέται με τίποτα, δεν αγοράζεται με τίποτα.
Υ.Γ.: Το παραπάνω είναι γραμμένο από μια Καινουργιώτισσα που μένει στην Αθήνα.
από http://thestieishistory.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου